Σκέψεις υπό επεξεργασία, δια
εσωτερική αναζήτηση και εξωτερική συμμόρφωση
Αυτό που με ανησυχεί με το
μέλλον είναι ότι όσο πάει και πλησιάζει… Δεν είναι μακριά η στιγμή που η
τελευταία σταγόνα θα ξεχειλίσει το γιγάντιο ποτήρι της αγανάκτησης και τα
αποτελέσματα ουδείς τολμά να προβλέψει. Η υπομονή του κόσμου εξαντλείται όπως
τα αποθέματα εμπορευμάτων σε προσφορά συνοικιακού χασάπικου, τα γεγονότα
εναλλάσσονται καθημερινά στις οθόνες μας με ταχύτητα σπορ αμαξιού και οι τύχες
μας κείτονται αφημένες στα χέρια παραμορφωμένων βλαχοκυριλέ αστών. Ή μήπως όχι;
«Κουρνιάστε στη ζεστή αγκαλιά
της Ε.Ε., εμπιστευτείτε τους μισθούς, τα παιδιά και τα σπίτια σας στην
στραβοχυμένη γερμανίδα κυρία, ξέρει αυτή», υποστηρίζουν οι μεν ενώ οι δε,
βασιζόμενοι στα εθνικιστικά ένστικτα που κρύβει το DNA σου, ελπίζουν
να κοπεί ο μπαγιάτικος αυτός ομφάλιος λώρος, ώστε να κουμαντάρουν το καράβι πιο
εύκολα –γι’ αυτούς…
Κι εσύ, αγχώνεσαι κι άλλο,
τραβάς τα μαλλιά σου και μετά θυμάσαι πως λεφτά δεν υπάρχουν να φυτέψεις άλλα
στη θέση τους. Βγαίνεις ζαλισμένος στο δρόμο να πάρεις μια ανάσα, μα βλέπεις
μια χώρα να καταρρέει, το γείτονα στο απέναντι μπαλκόνι να τσακώνεται με τη
γυναίκα του, το φανάρι στη γωνία σπασμένο και τους κάδους γεμάτους ανοιχτές
πράσινες σακούλες. Η «οικονομία» έχει γίνει στάση ζωής, όποιος μειώνει πιο
πετυχημένα τις ανάγκες του ανακηρύσσεται «Ήρωας στην Ελλάδα της κρίσης», οι
υπόλοιποι losers που νοσταλγούν τα περασμένα
μεγαλεία (και διηγώντας τα να κλαις).
Ελάχιστοι ταΐζουν πια τις
γάτες της γειτονιάς, ακόμα λιγότεροι θυμούνται τις ονομαστικές γιορτές ή τα
γενέθλια της ξαδέρφης τους. Πότε ήταν η τελευταία φορά που άκουσες πολύ δυνατά
μουσική; Να φανταστώ επίσης πως, το τρέξιμο που έλεγες να ξεκινήσεις με τον
κολλητό σου πήγε περίπατο μαζί με τις τελευταίες σου οικονομίες που έγιναν άλλη
μια δόση στην τράπεζα. Έκοψες ποτέ ένα λουλούδι για την μαμά ή την κοπέλα σου;
Διάβασες εκείνο το βιβλίο που πέρυσι σου έκαναν δώρο κι έμεινε σκονισμένο στο
ράφι;
Πού πήγε η ζωή μας, πού;